- μπεϊλέρμπεης
- μπεϊλέρμπεης και μπεγλέρμπεης και μπεγλερμπεής και μπεγλέρπεης και μπεγλερπεής και μπεϊλάρμπεης και μπεϊλαρμπεής και μπεϊλαρπεής και μπεϊλερμπεής και μπελέρμπεης και μπερλαμπέης και μπερλεμπέης, ὁ (Μ)ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. beylerbeyi. Οι τ. με μπεγλ- < τουρκ. beglerbegi].
Dictionary of Greek. 2013.